Ἐρυθραί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Ἐρυθραί |
γενική | τῶν | Ἐρυθρῶν |
δοτική | ταῖς | Ἐρυθραῖς |
αιτιατική | τὰς | Ἐρυθρᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Ἐρυθραί | |
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἐρυθραί < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἐρυθρός στον πληθυντικό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘρυθραί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἐρυθραί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἐρυθραί - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.