Δείτε επίσης: ερυθρές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ερυθρές
      γενική των Ερυθρών
    αιτιατική τις Ερυθρές
     κλητική Ερυθρές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ερυθρές < αρχαία ελληνική Ἐρυθραί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾiˈθɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐ρυ‐θρές

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ερυθρές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. αρχαία πόλη της Ιωνίας
     συνώνυμα: Ερυθραία
  2. αρχαία πόλη της Βοιωτίας
  3. κωμόπολη της Αττικής
     συνώνυμα: Κριεκούκι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία