Ἐρυθραία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἐρυθραίᾱ | αἱ | Ἐρυθραῖαι |
γενική | τῆς | Ἐρυθραίᾱς | τῶν | Ἐρυθραιῶν |
δοτική | τῇ | Ἐρυθραίᾳ | ταῖς | Ἐρυθραίαις |
αιτιατική | τὴν | Ἐρυθραίᾱν | τὰς | Ἐρυθραίᾱς |
κλητική ὦ! | Ἐρυθραίᾱ | Ἐρυθραῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐρυθραίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐρυθραίαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἘρυθραία θηλυκό
- πόλη της Ιωνίας
- ※ Τῷ δὲ Πάχητι καὶ τοῖς Ἀθηναίοις ἦλθε μὲν καὶ ἀπὸ τῆς Ἐρυθραίας ἀγγελία (Θουκυδίδης, 3,33.2)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἘρυθραία θηλυκό
- η γυναίκα που κατάγεται από την ομώνυμη πόλη της Ιωνίας
- ※ Ἡροφίλην δὲ τὴν Ἐρυθραίαν μαντικὴν γενομένην Σίβυλλαν προσηγόρευσαν (Πλούταρχος, Περἰ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν)