→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔποξυς τὸ ἔποξυ
      γενική τοῦ/τῆς ἐπόξεως τοῦ ἐπόξεος
      δοτική τῷ/τῇ ἐπόξει τῷ ἐπόξει
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔποξυν τὸ ἔποξυ
     κλητική ! ἔποξυ ἔποξυ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπόξεις τὰ ἐπόξε - ἐπόξη
      γενική τῶν ἐποξέων τῶν ἐποξέων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπόξεσῐ(ν) τοῖς ἔποξεσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπόξεις τὰ ἐπόξεα - ἐπόξη
     κλητική ! ἐπόξεις ἐπόξεα - ἐπόξη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπόξει τὼ ἐπόξει
      γεν-δοτ τοῖν ἐποξέοιν τοῖν ἐποξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δίπηχυς' όπως «δίπηχυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔποξυς < ἐπί, ἔπ- + ὀξύς

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔποξυς, -υς, -υ

Συγγενικά

επεξεργασία