ἔποξυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔποξυς | τὸ | ἔποξυ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπόξεως | τοῦ | ἐπόξεος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπόξει | τῷ | ἐπόξει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔποξυν | τὸ | ἔποξυ | ||
κλητική ὦ! | ἔποξυ | ἔποξυ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπόξεις | τὰ | ἐπόξεᾰ - ἐπόξη | ||
γενική | τῶν | ἐποξέων | τῶν | ἐποξέων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπόξεσῐ(ν) | τοῖς | ἔποξεσι(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπόξεις | τὰ | ἐπόξεα - ἐπόξη | ||
κλητική ὦ! | ἐπόξεις | ἐπόξεα - ἐπόξη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπόξει | τὼ | ἐπόξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐποξέοιν | τοῖν | ἐποξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δίπηχυς' όπως «δίπηχυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἔποξυς, -υς, -υ
- που έχει ελαφρώς ξινή γεύση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta in morbis acutis, 16, p. 352, @scaife.perseus
- Τὸ μέντοι ὀλίγον ἔποξυ ὑγραίνει μὲν τὸ στόμα καὶ φάρυγγα· ἀναγωγὸν δὲ πτυέλου ἐστὶ καὶ ἄδιψον·
- ≈ συνώνυμα: ὕποξυς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta in morbis acutis, 16, p. 352, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἔποξυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.