ὕποξυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὕποξυς | τὸ | ὕποξυ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑπόξεως | τοῦ | ὑπόξεος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑπόξει | τῷ | ὑπόξει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὕποξυν | τὸ | ὕποξυ | ||
κλητική ὦ! | ὕποξυ | ὕποξυ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑπόξεις | τὰ | ὑπόξεᾰ - ὑπόξη | ||
γενική | τῶν | ὑποξέων | τῶν | ὑποξέων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑπόξεσῐ(ν) | τοῖς | ὕποξεσι(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑπόξεις | τὰ | ὑπόξεα - ὑπόξη | ||
κλητική ὦ! | ὑπόξεις | ὑπόξεα - ὑπόξη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπόξει | τὼ | ὑπόξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑποξέοιν | τοῖν | ὑποξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δίπηχυς' όπως «δίπηχυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὕποξυς, -υς, -υ (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ὕποξυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.