ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὕποξυς τὸ ὕποξυ
      γενική τοῦ/τῆς ὑπόξεως τοῦ ὑπόξεος
      δοτική τῷ/τῇ ὑπόξει τῷ ὑπόξει
    αιτιατική τὸν/τὴν ὕποξυν τὸ ὕποξυ
     κλητική ! ὕποξυ ὕποξυ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπόξεις τὰ ὑπόξε - ὑπόξη
      γενική τῶν ὑποξέων τῶν ὑποξέων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑπόξεσῐ(ν) τοῖς ὕποξεσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑπόξεις τὰ ὑπόξεα - ὑπόξη
     κλητική ! ὑπόξεις ὑπόξεα - ὑπόξη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπόξει τὼ ὑπόξει
      γεν-δοτ τοῖν ὑποξέοιν τοῖν ὑποξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δίπηχυς' όπως «δίπηχυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕποξυς < ὑπό, ὕπ- + ὀξύς

  Επίθετο

επεξεργασία

ὕποξυς, -υς, -υ (ελληνιστική κοινή)