→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔγκοτος τὸ ἔγκοτον
      γενική τοῦ/τῆς ἐγκότου τοῦ ἐγκότου
      δοτική τῷ/τῇ ἐγκότ τῷ ἐγκότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔγκοτον τὸ ἔγκοτον
     κλητική ! ἔγκοτε ἔγκοτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔγκοτοι τὰ ἔγκοτ
      γενική τῶν ἐγκότων τῶν ἐγκότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐγκότοις τοῖς ἐγκότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐγκότους τὰ ἔγκοτ
     κλητική ! ἔγκοτοι ἔγκοτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐγκότω τὼ ἐγκότω
      γεν-δοτ τοῖν ἐγκότοιν τοῖν ἐγκότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔγκοτος < ἐν + κότος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔγκοτος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔγκοτος, -ου αρσενικό & ἔγκοτον ουδέτερο

  • μνησικακία, οργή, μίσος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 6 (Ἐρατώ), 133.1
      τοῦτο μὲν δὴ πρόσχημα λόγου ἦν, ἀτάρ τινα καὶ ἔγκοτον εἶχε τοῖσι Παρίοισι διὰ Λυσαγόρεα τὸν Τεισίεω, ἐόντα γένος Πάριον, διαβαλόντα μιν πρὸς Ὑδάρνεα τὸν Πέρσην.
      Βέβαια αυτό ήταν το πρόσχημα, είχε όμως και κάποια μνησικακία εναντίον των Παρίων, εξαιτίας του Λυσαγόρα, του γιου του Τεισία, που καταγόταν από την Πάρο και τον είχε κακολογήσει στον Πέρση Υδάρνη.
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 8 (Οὐρανία), 29.1
      τούτων δή σφι ἀμφοτέρων ἔχοντες ἔγκοτον οἱ Θεσσαλοὶ πέμψαντες κήρυκα ἠγόρευον τάδε· Ὦ Φωκέες, ἤδη τι μᾶλλον γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὅμοιοι ἡμῖν.
      Λοιπόν οι Θεσσαλοί, που μέσα τους φώλιαζε μνησικακία γι᾽ αυτά τα δυο πλήγματα, έστειλαν κήρυκα που έκανε την εξής αγόρευση: «Φωκείς, καιρός να βάλετε μυαλό και να παραδεχτείτε πως δεν είστε δα ίσοι κι όμοιοι με μας.
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία