ἑλίχρυσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἑλίχρυσος | οἱ | ἑλίχρυσοι |
γενική | τοῦ | ἑλιχρύσου | τῶν | ἑλιχρύσων |
δοτική | τῷ | ἑλιχρύσῳ | τοῖς | ἑλιχρύσοις |
αιτιατική | τὸν | ἑλίχρυσον | τοὺς | ἑλιχρύσους |
κλητική ὦ! | ἑλίχρυσε | ἑλίχρυσοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑλιχρύσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑλιχρύσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἑλίχρυσος, -ου αρσενικό
- (φυτό) αναρριχώμενο φυτό με κίτρινο άνθος (Helichrysum siculum)
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 27 , p.v.3.p.506, @scaife.perseus, @el.wikisource
- μνημονεύει αὐτοῦ Ἀλκμὰν ἐν τούτοις (fr. 16 B4)·
καὶ τὶν εὔχομαι φέροισα
τόνδ’ ἑλιχρύσω πυλεῶνα
κἠράτω κυπαίρω.
καὶ Ἴβυκος (fr. 6)·
μύρτα τε καὶ ἴα καὶ ἑλίχρυσος,
μᾶλά τε καὶ ῥόδα καὶ τέρεινα δάφνα.
Κρατῖνος δὲ ἐν Μαλθακοῖς φησιν (I 43 K)·
ἑρπύλλῳ, κρόκοις, ὑακίνθοις, ἑλιχρύσου κλάδοις.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει αποσπάσματα των ποιητών Αλκμάν, Ιβύκου και του Κρατίνου.
- μνημονεύει αὐτοῦ Ἀλκμὰν ἐν τούτοις (fr. 16 B4)·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 27 , p.v.3.p.506, @scaife.perseus, @el.wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἑλίχρυσον (ουδέτερο)
Πηγές
επεξεργασία- ἑλίχρυσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑλίχρυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.