ἑκών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἑκών, τύπος μετοχής αμάρτυρου ρήματος *ϝεκ-μι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weḱ- (θέλω, εύχομαι) απ' όπου και η σανσκριτική वश्ति (vaśti, εύχομαι). Η δασεία στη ρίζα του δεν υπάρχει σε ομόρριζά του λόγω της επίδρασης του ἕ (προσωπικής αντωνυμίας)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαἑκών, -οῦσα, -όν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἑκών - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἑκών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑκών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.