ἑδώλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἑδώλιον | τὰ | ἑδώλιᾰ |
γενική | τοῦ | ἑδωλίου | τῶν | ἑδωλίων |
δοτική | τῷ | ἑδωλίῳ | τοῖς | ἑδωλίοις |
αιτιατική | τὸ | ἑδώλιον | τὰ | ἑδώλιᾰ |
κλητική ὦ! | ἑδώλιον | ἑδώλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑδωλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑδωλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἑδώλιον ουδέτερο