Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρυθροπέλιδνος τὸ ἐρυθροπέλιδνον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρυθροπελίδνου τοῦ ἐρυθροπελίδνου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρυθροπελίδν τῷ ἐρυθροπελίδν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρυθροπέλιδνον τὸ ἐρυθροπέλιδνον
     κλητική ! ἐρυθροπέλιδνε ἐρυθροπέλιδνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρυθροπέλιδνοι τὰ ἐρυθροπέλιδνα
      γενική τῶν ἐρυθροπελίδνων τῶν ἐρυθροπελίδνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρυθροπελίδνοις τοῖς ἐρυθροπελίδνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρυθροπελίδνους τὰ ἐρυθροπέλιδνα
     κλητική ! ἐρυθροπέλιδνοι ἐρυθροπέλιδνα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρυθροπέλιδνος < ἐρυθρο- + πελιδνός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾi.θɾoˈpe.lið.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ἐ‐ρυ‐θρο‐πέ‐λιδ‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐρυθροπέλιδνος, -ος, -ον (καθαρεύουσα)

  • (σπάνιο) που έχει πελιδνό και ερυθρό χρώμα
    ※  Ὅτε εἷδον αὐτὸν, ἔκειτο ὕπτιος, ἦν ἐρυθροπέλιδνος τὸ πρόσωπον, ἐνειμένος τοὺς ὀφθαλμοὺς, εἶχεν ἐπίσταξιν, ἐμβοὴν τῶν ὤτων σφοδρὰν καὶ ἰλιγγίασιν ἅμα ἀπεπειρᾶτο νὰ ἐγερθῇ, ὑπετραύλιζε καὶ παρελήρει.
    Παρατηρήσεις τινές περί των εν Πειραιεί επικρατησάντων διαλειπόντων πυρετών, Ασκληπιός, περίοδος Β΄, τεύχος 2, 1857, σελ. 33
    ※  Ὁ πάσχων ἦν αἱματώδης τὴν κρᾶσιν, τὴν δὲ διάπλασιν τοῦ σώματος εἶχε τοιαύτην, ὥστε ἔφερεν ἅπαντας ἐκείνους τοῦ χαρακτῆρας τῆς σωματικῆς διαπλάσεως, οὒς οἱ ἀρχαιότεροι ἰατροὶ ἐθεώρουν ὡς ἰδιάζοντας εἰς τὴν ὑπ’ αὐτῶν οὕτω δὴ λεγομένην ἀποπληκτικὴν ἕξιν, οἷον ἀνάστημα ταπεινὸν, κεφαλὴν, κατὰ λόγον τοῦ σώματος, μεγάλην, τράχηλον βραχὺν καὶ εὐρεῖς ὤμους. Ἡ χρόα τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἦν ἐρυθροπέλιδνος.
    Περί θεραπείας χρονίας νευραλγίας του υποκογχικού νεύρου δια της τοπικής χρήσεως του φθειραγχίου, Ιπποκράτης, τόμος Α΄, τεύχος Ε΄, 1862, σελ. 107.
    ※  Ἐπὶ τῆς κορυφῆς αὐτῆς, πρὸς τὸν αὐχένα, πληγὴ εὐρεῖα ἔχασκεν ἐρυθροπέλιδνος, ὡσὰν νὰ ἀφῃρέθη τμῆμα τι βιαίως, τὰ χείλη της τὴν περιέβαλλον, κατάμαυρα, διερρωγότα, κ’ ἐσχημάτιζον ὡσεὶ ἐσχάραν κυκλικήν, εἰς δὲ τὸ βάθος της διεκρίνετο ὑπολευκάζον τὸ ὀστοῦν.
    Μιχαήλ Μητσάκης, Το κάρρον, 1892