Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρείψιμος τὸ ἐρείψιμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐρειψίμου τοῦ ἐρειψίμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐρειψίμ τῷ ἐρειψίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρείψιμον τὸ ἐρείψιμον
     κλητική ! ἐρείψιμε ἐρείψιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρείψιμοι τὰ ἐρείψιμ
      γενική τῶν ἐρειψίμων τῶν ἐρειψίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρειψίμοις τοῖς ἐρειψίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρειψίμους τὰ ἐρείψιμ
     κλητική ! ἐρείψιμοι ἐρείψιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρειψίμω τὼ ἐρειψίμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐρειψίμοιν τοῖν ἐρειψίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρείψιμος < (ἐρείπω) ἔρειψ(ις) + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐρείψιμος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία