γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιτρέπων ἐπιτρέπουσ τὸ ἐπιτρέπον
      γενική τοῦ ἐπιτρέποντος τῆς ἐπιτρεπούσης τοῦ ἐπιτρέποντος
      δοτική τῷ ἐπιτρέποντ τῇ ἐπιτρεπούσ τῷ ἐπιτρέποντ
    αιτιατική τὸν ἐπιτρέποντ τὴν ἐπιτρέπουσᾰν τὸ ἐπιτρέπον
     κλητική ! ἐπιτρέπων ἐπιτρέπουσ ἐπιτρέπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιτρέποντες αἱ ἐπιτρέπουσαι τὰ ἐπιτρέποντ
      γενική τῶν ἐπιτρεπόντων τῶν ἐπιτρεπουσῶν τῶν ἐπιτρεπόντων
      δοτική τοῖς ἐπιτρέπουσῐ(ν) ταῖς ἐπιτρεπούσαις τοῖς ἐπιτρέπουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐπιτρέποντᾰς τὰς ἐπιτρεπούσᾱς τὰ ἐπιτρέποντ
     κλητική ! ἐπιτρέποντες ἐπιτρέπουσαι ἐπιτρέποντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιτρέποντε τὼ ἐπιτρεπούσ τὼ ἐπιτρέποντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιτρεπόντοιν τοῖν ἐπιτρεπούσαιν τοῖν ἐπιτρεπόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐπιτρέπων, -ουσα, -ον

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιτρέπω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 7, 802c @scaife.perseus
    ταῖς δὲ ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις μὴ ἐπιτρέποντας ἀλλʼ ἤ τισιν ὀλίγοις,
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἱππίας μείζωνw, 285b
    Παρανομοῦσιν ἄρα Λακεδαιμόνιοι οὐ διδόντες σοι χρυσίον καὶ ἐπιτρέποντες τοὺς αὑτῶν ὑεῖς.
    Πάνε λοιπόν ενάντια στο νόμο οι Λακεδαιμόνιοι, που δεν σου δίνουν χρήματα και δεν σου εμπιστεύονται τους γιους των.
    Μετάφραση (1973): Χρήστος Καρούζος & Ιωάννης Θ. Κακριδής Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 50.11
    ἐπαναστὰς ὁ Κλεῖτος «αὕτη μέντοι σ᾽» εἶπεν «ἡ δειλία τὸν ἐκ θεῶν, ἤδη τῷ Σπιθριδάτου ξίφει τὸν νῶτον ἐπιτρέποντα, περιεποίησε, καὶ τῷ Μακεδόνων αἵματι καὶ τοῖς τραύμασι τούτοις ἐγένου τηλικοῦτος,
    πετάχτηκε επάνω ο Κλείτος και του είπε: «αυτή όμως η δειλία έσωσε εσένα που κατάγεσαι από θεούς, όταν έστρεφες την πλάτη σου στο ξίφος του Σπιθριδάτη και με το αίμα και αυτά τα τραύματα των Μακεδόνων έγινες τόσο μεγάλος,
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr