Δείτε επίσης: εντόπιος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐντόπιος τὸ ἐντόπιον
      γενική τοῦ/τῆς ἐντοπίου τοῦ ἐντοπίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐντοπί τῷ ἐντοπί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐντόπιον τὸ ἐντόπιον
     κλητική ! ἐντόπιε ἐντόπιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐντόπιοι τὰ ἐντόπι
      γενική τῶν ἐντοπίων τῶν ἐντοπίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐντοπίοις τοῖς ἐντοπίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐντοπίους τὰ ἐντόπι
     κλητική ! ἐντόπιοι ἐντόπι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐντοπίω τὼ ἐντοπίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐντοπίοιν τοῖν ἐντοπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐντόπιος < ἐν- + τόπ(ος) + -ιος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐντόπιος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ντόπιος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.