Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐντομοφθόρος τὸ ἐντομοφθόρον
      γενική τοῦ/τῆς ἐντομοφθόρου τοῦ ἐντομοφθόρου
      δοτική τῷ/τῇ ἐντομοφθόρ τῷ ἐντομοφθόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐντομοφθόρον τὸ ἐντομοφθόρον
     κλητική ! ἐντομοφθόρε ἐντομοφθόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐντομοφθόροι τὰ ἐντομοφθόρα
      γενική τῶν ἐντομοφθόρων τῶν ἐντομοφθόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐντομοφθόροις τοῖς ἐντομοφθόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐντομοφθόρους τὰ ἐντομοφθόρα
     κλητική ! ἐντομοφθόροι ἐντομοφθόρα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντομοφθόρος < ἔντομ(ον) (< ἐντομ- (αρχαία ελληνική ἔντομα (πληθυντικός, αυτά που έχουν ἐντομή)[1]) + -ο- + -φθόρος (φθείρω)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐντομοφθόρος, -ος, -ον

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία