ἐντομοφθόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐντομοφθόρος | τὸ | ἐντομοφθόρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐντομοφθόρου | τοῦ | ἐντομοφθόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐντομοφθόρῳ | τῷ | ἐντομοφθόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐντομοφθόρον | τὸ | ἐντομοφθόρον | ||
κλητική ὦ! | ἐντομοφθόρε | ἐντομοφθόρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐντομοφθόροι | τὰ | ἐντομοφθόρα | ||
γενική | τῶν | ἐντομοφθόρων | τῶν | ἐντομοφθόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐντομοφθόροις | τοῖς | ἐντομοφθόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐντομοφθόρους | τὰ | ἐντομοφθόρα | ||
κλητική ὦ! | ἐντομοφθόροι | ἐντομοφθόρα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐντομοφθόρος < ἔντομ(ον) (< ἐντομ- (αρχαία ελληνική ἔντομα (πληθυντικός, αυτά που έχουν ἐντομή)[1]) + -ο- + -φθόρος (φθείρω)
Επίθετο
επεξεργασίαἐντομοφθόρος, -ος, -ον
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έντομο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .