γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐντεροκηλικός ἐντεροκηλική τὸ ἐντεροκηλικόν
      γενική τοῦ ἐντεροκηλικοῦ τῆς ἐντεροκηλικῆς τοῦ ἐντεροκηλικοῦ
      δοτική τῷ ἐντεροκηλικ τῇ ἐντεροκηλικ τῷ ἐντεροκηλικ
    αιτιατική τὸν ἐντεροκηλικόν τὴν ἐντεροκηλικήν τὸ ἐντεροκηλικόν
     κλητική ! ἐντεροκηλικέ ἐντεροκηλική ἐντεροκηλικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐντεροκηλικοί αἱ ἐντεροκηλικαί τὰ ἐντεροκηλικᾰ́
      γενική τῶν ἐντεροκηλικῶν τῶν ἐντεροκηλικῶν τῶν ἐντεροκηλικῶν
      δοτική τοῖς ἐντεροκηλικοῖς ταῖς ἐντεροκηλικαῖς τοῖς ἐντεροκηλικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐντεροκηλικούς τὰς ἐντεροκηλικᾱ́ς τὰ ἐντεροκηλικᾰ́
     κλητική ! ἐντεροκηλικοί ἐντεροκηλικαί ἐντεροκηλικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐντεροκηλικώ τὼ ἐντεροκηλικᾱ́ τὼ ἐντεροκηλικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐντεροκηλικοῖν τοῖν ἐντεροκηλικαῖν τοῖν ἐντεροκηλικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐντεροκηλικός < ἐντεροκήλ(η) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐντεροκηλικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία