ἐντεροκηλικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐντεροκηλικός < ἐντεροκήλ(η) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαἐντεροκηλικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) που υποφέρει από εντεροκήλη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἐντεροκοιλιακός
- → και δείτε τις λέξεις ἔντερον και κήλη
Πηγές
επεξεργασία- ἐντεροκηλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.