Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐμφερής τὸ ἐμφερές
      γενική τοῦ/τῆς ἐμφεροῦς τοῦ ἐμφεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐμφερεῖ τῷ ἐμφερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐμφερ τὸ ἐμφερές
     κλητική ! ἐμφερές ἐμφερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐμφερεῖς τὰ ἐμφερ
      γενική τῶν ἐμφερῶν τῶν ἐμφερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐμφερέσ(ν) τοῖς ἐμφερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐμφερεῖς τὰ ἐμφερ
     κλητική ! ἐμφερεῖς ἐμφερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐμφερεῖ τὼ ἐμφερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐμφεροῖν τοῖν ἐμφεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμφερής < ἐμφέρω. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐμ- + -φερής

  Επίθετο επεξεργασία

ἐμφερής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἐμφερέστερος, υπερθετικός: ἐμφερέστατος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία