ἐμπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐμπίς | αἱ | ἐμπίδες |
γενική | τῆς | ἐμπίδος | τῶν | ἐμπίδων |
δοτική | τῇ | ἐμπίδῐ | ταῖς | ἐμπίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἐμπίδᾰ | τὰς | ἐμπίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἐμπίς* | ἐμπίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμπίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐμπίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐμπίς < αναδρομικός σχηματισμός από το ρήμα ἐμπίνω (πίνω το αίμα)[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐμπίς, -ίδος θηλυκό
- (έντομο) κουνούπι, σκνίπα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 157 (156-158)
- [ΜΑ.] ἀνήρετ᾽ αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος | ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας | κατὰ τὸ στόμ᾽ ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον.
- [ΜΑΘ.] Τον ρώτησε ο Σφηττιώτης Χαιρεφώντας | ποιά η γνώμη του: απ᾽ το στόμα τους σφυρίζουν | ή από το κωλονούρι τα κουνούπια;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΜΑ.] ἀνήρετ᾽ αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος | ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας | κατὰ τὸ στόμ᾽ ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 165 (165-168)
- [ΣΤ.] σάλπιγξ ὁ πρωκτός ἐστιν ἄρα τῶν ἐμπίδων. | ὦ τρισμακάριος τοῦ διεντερεύματος. | ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην | ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος.
- [ΣΤΡ.] Του κουνουπιού ο ποπός λοιπόν… τρομπέτα! | Καλότυχος που τέτοια… εντερευνάει! | Του κουνουπιού το έντερο όποιος ξέρει | μια χαρά θα ξεφεύγει απ᾽ τις μηνύσεις.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΣΤ.] σάλπιγξ ὁ πρωκτός ἐστιν ἄρα τῶν ἐμπίδων. | ὦ τρισμακάριος τοῦ διεντερεύματος. | ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην | ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 7, 1 Μυίας ἐγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
- ≈ συνώνυμα: κώνωψ, λατινικά culex
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 157 (156-158)
- (έντομο) νύμφη αλογόμυγας, η προνύμφη του οίστρου
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἐμπίς σελ.344 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
Nέα έκδοση, 2009, σελ. 328. - ↑ ἐμπίς σελ. 418 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἐμπίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.