↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄρνεον τὰ ὄρνε
      γενική τοῦ ὀρνέου τῶν ὀρνέων
      δοτική τῷ ὀρνέ τοῖς ὀρνέοις
    αιτιατική τὸ ὄρνεον τὰ ὄρνε
     κλητική ! ὄρνεον ὄρνε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρνέω
γεν-δοτ τοῖν  ὀρνέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄρνεον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂oren / *h₃eren (αετός, μεγάλο πουλί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄρνεον ουδέτερο

  1. (πτηνά) πουλί
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 7, 1 Μυίας ἐγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
    Η μυῖα ἔστι μὲν οὐ τὸ σμικροτάτον τῶν ὀρνέων, ὅσον ἐμπίσι καὶ κώνωψι καὶ τοῖς ἔτι λεπτοτέροις παραβάλλειν, ἀλλὰ τοσοῦτον ἐκείνων μεγέθει προὔχει ὅσον αὐτὴ μελίττης ἀπολείπεται.
  2. → δείτε  τον πληθυντικό: τὰ ὄρνεα: αγορά πουλιών

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

ὄρνεον (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: ὄρνεον
μεσαιωνικά ελληνικά: ὄρνιο(ν)
νέα ελληνικά: όρνιο
καθαρεύουσα: ὄρνεον
νέα ελληνικά: όρνεο