Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄρνεον τὰ ὄρνε
      γενική τοῦ ὀρνέου τῶν ὀρνέων
      δοτική τῷ ὀρνέ τοῖς ὀρνέοις
    αιτιατική τὸ ὄρνεον τὰ ὄρνε
     κλητική ! ὄρνεον ὄρνε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρνέω
γεν-δοτ τοῖν  ὀρνέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄρνεον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂oren / *h₃eren (αετός, μεγάλο πουλί)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄρνεον ουδέτερο

  1. (πτηνά) πουλί
  2. → δείτε  τον πληθυντικό:'΄' τὰ ὄρνεα: αγορά πουλιών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

ὄρνεον (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: ὄρνεον
μεσαιωνικά ελληνικά: ὄρνιο(ν)
νέα ελληνικά: όρνιο
καθαρεύουσα: ὄρνεον
νέα ελληνικά: όρνεο

  Πηγές επεξεργασία