Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμπίνω < (ἐν-) ἐμ- + πίνω

ἐμπίνω

  1. πίνω, ρουφάω, καταπίνω
  2. (για αίμα) πίνω λαίμαργα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 64.1
    τὰ δ᾽ ἐς πόλεμον ἔχοντα ὧδέ σφι διάκειται· ἐπεὰν τὸν πρῶτον ἄνδρα καταβάλῃ ἀνὴρ Σκύθης, τοῦ αἵματος ἐμπίνει·
    Τώρα, τα πολεμικά τους έθιμα διαμορφώθηκαν με τον εξής τρόπο: όταν Σκύθης πολεμιστής σκοτώσει τον πρώτο εχθρό, ρουφά το αίμα του·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. μεθάω, πίνω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1156 (1155-1156)
    χἄμα τῆς αὐτῆς ὁδοῦ Χαρινάδην τις βωσάτω, | ὡς ἂν ἐμπίῃ μεθ᾽ ἡμῶν,
    και του Χαρινάδη πες του —δρόμος σου είναι— νά ᾽ρθει εδώ, | για να πιει μ᾽ εμάς μια στάλα,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Συμποσιακῶν προβλημάτων βιβλία, 3.3.1 @scaife.perseus
    ὅταν οὖν ἐμπίνωσιν, εἰκὸς ἀναλαμβάνεσθαι τὸν οἶνον, τοῦ σώματος σπογγώδους διὰ τὸν αὐχμὸν ὄντος· εἶτʼ ἐμμένοντα πληγὰς καὶ βαρύτητας ἐμποιεῖν.
    ΣτΕ: Ο Πλούταρχος εξηγεί γιατί οι γεροντότεροι μεθούν πολύ εύκολα.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πίνω