ἄκικυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἀκῑκυ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄκικυς | τὸ | ἄκικυ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀκίκυος | τοῦ | ἀκίκυος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀκίκυϊ | τῷ | ἀκίκυϊ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄκικυν | τὸ | ἄκικυ | ||
κλητική ὦ! | ἄκικυ | ἄκικυ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκίκυες | τὰ | ἀκίκυᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀκικύων | τῶν | ἀκικύων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἄκικυσῐ(ν) | τοῖς | ἄκικυσι(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκίκῡς | τὰ | ἀκίκυα | ||
κλητική ὦ! | ἀκίκυες | ἀκίκυα | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκίκυε | τὼ | ἀκίκυε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκικύοιν | τοῖν | ἀκικύοιν | ||
Απαντά στο αρσενικό και θηλυκό. | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔβοτρυς' όπως «εὔβοτρυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄκικυς, -υς, -υ
- ανίσχυρος, ασθενής, αδύναμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 131
- ὢ πόποι, ἦ καὶ ἔπειτα κακός τ᾽ ἔσομαι καὶ ἄκικυς,
- Αίσχος, για πάντα αδύναμος κι ανίκανος θα μείνω!
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὢ πόποι, ἦ καὶ ἔπειτα κακός τ᾽ ἔσομαι καὶ ἄκικυς,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 515 (στίχοι 515-516)
- νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς | ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾽ ἐδαμάσσατο οἴνῳ.
- μα τώρα κάποιος αχαμνός, ασήμαντος και λίγος, | μου χάλασε το μάτι, αφού πρώτα με νάρκωσε με το κρασί του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς | ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾽ ἐδαμάσσατο οἴνῳ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.43, p.566 @scaife.perseus
- καὶ εἰ μέν τι ἔφαγεν· εἰ δὲ μὴ, κενωθεὶς ἄκικύς τε ἦν, οὐδ’ ἂν δύναιτο παχυνθῆναι, εἰ ἡ ἰκμὰς τῇ ὑστεραίῃ ἔξω χωρέοι· οὐ γὰρ περιλιμπάνεται ἐν τῷ σώματι ἀρκέουσα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 131
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- κῖκυς σελ. 697 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
Πηγές
επεξεργασία- ἄκικυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκικυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Συνήθως αρσενικό ή θηλικό. Ως τριγενές, σημειώνεται στο DGE.