Δείτε επίσης: αρμοστός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁρμοστός ἁρμοστή τὸ ἁρμοστόν
      γενική τοῦ ἁρμοστοῦ τῆς ἁρμοστῆς τοῦ ἁρμοστοῦ
      δοτική τῷ ἁρμοστ τῇ ἁρμοστ τῷ ἁρμοστ
    αιτιατική τὸν ἁρμοστόν τὴν ἁρμοστήν τὸ ἁρμοστόν
     κλητική ! ἁρμοστέ ἁρμοστή ἁρμοστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁρμοστοί αἱ ἁρμοσταί τὰ ἁρμοστᾰ́
      γενική τῶν ἁρμοστῶν τῶν ἁρμοστῶν τῶν ἁρμοστῶν
      δοτική τοῖς ἁρμοστοῖς ταῖς ἁρμοσταῖς τοῖς ἁρμοστοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁρμοστούς τὰς ἁρμοστᾱ́ς τὰ ἁρμοστᾰ́
     κλητική ! ἁρμοστοί ἁρμοσταί ἁρμοστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁρμοστώ τὼ ἁρμοστᾱ́ τὼ ἁρμοστώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁρμοστοῖν τοῖν ἁρμοσταῖν τοῖν ἁρμοστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁρμοστός < (ἁρμόζω) ἁρμ-οσ- + -τός
ἁρμοστός > νέα ελληνικά: αρμοστός

  Επίθετο επεξεργασία

ἁρμοστός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. συνδεδεμένος, καλά συναρμοσμένος
  2. ταιριαστός

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία