ἀσχαδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀσχαδής | τὸ | ἀσχαδές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀσχαδοῦς | τοῦ | ἀσχαδοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀσχαδεῖ | τῷ | ἀσχαδεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀσχαδῆ | τὸ | ἀσχαδές | ||
κλητική ὦ! | ἀσχαδές | ἀσχαδές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀσχαδεῖς | τὰ | ἀσχαδῆ | ||
γενική | τῶν | ἀσχαδῶν | τῶν | ἀσχαδῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀσχαδέσῐ(ν) | τοῖς | ἀσχαδέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀσχαδεῖς | τὰ | ἀσχαδῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀσχαδεῖς | ἀσχαδῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσχαδεῖ | τὼ | ἀσχαδεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσχαδοῖν | τοῖν | ἀσχαδοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀσχαδής < ἀ- στερητικό + σχάζω
Επίθετο
επεξεργασίαἀσχαδής, -ής, -ές
- (άπαξ λεγόμενον) ασυγκράτητος, ακατάσχετος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 418 @archive.org
- ἀσχαδές
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 418 @archive.org
Πηγές
επεξεργασία- ἀσχαδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.