→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀσχαδής τὸ ἀσχαδές
      γενική τοῦ/τῆς ἀσχαδοῦς τοῦ ἀσχαδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀσχαδεῖ τῷ ἀσχαδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀσχαδ τὸ ἀσχαδές
     κλητική ! ἀσχαδές ἀσχαδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀσχαδεῖς τὰ ἀσχαδ
      γενική τῶν ἀσχαδῶν τῶν ἀσχαδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσχαδέσ(ν) τοῖς ἀσχαδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσχαδεῖς τὰ ἀσχαδ
     κλητική ! ἀσχαδεῖς ἀσχαδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσχαδεῖ τὼ ἀσχαδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀσχαδοῖν τοῖν ἀσχαδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσχαδής < ἀ- στερητικό + σχάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀσχαδής, -ής, -ές