Δείτε επίσης: απεχθής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπεχθής τὸ ἀπεχθές
      γενική τοῦ/τῆς ἀπεχθοῦς τοῦ ἀπεχθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀπεχθεῖ τῷ ἀπεχθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπεχθ τὸ ἀπεχθές
     κλητική ! ἀπεχθές ἀπεχθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπεχθεῖς τὰ ἀπεχθ
      γενική τῶν ἀπεχθῶν τῶν ἀπεχθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπεχθέσ(ν) τοῖς ἀπεχθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπεχθεῖς τὰ ἀπεχθ
     κλητική ! ἀπεχθεῖς ἀπεχθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπεχθεῖ τὼ ἀπεχθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀπεχθοῖν τοῖν ἀπεχθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπεχθής ήδη τον 5ο αιώνα πκε στο Σοφοκλή < ἀπ- + -εχθής (< ἔχθος)[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ἀπεχθής, -ής, -ές, υπερθετικός: ἀπεχθέστατος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. απεχθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία