ἀπεχθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπεχθής | τὸ | ἀπεχθές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀπεχθοῦς | τοῦ | ἀπεχθοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀπεχθεῖ | τῷ | ἀπεχθεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπεχθῆ | τὸ | ἀπεχθές | ||
κλητική ὦ! | ἀπεχθές | ἀπεχθές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπεχθεῖς | τὰ | ἀπεχθῆ | ||
γενική | τῶν | ἀπεχθῶν | τῶν | ἀπεχθῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπεχθέσῐ(ν) | τοῖς | ἀπεχθέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπεχθεῖς | τὰ | ἀπεχθῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀπεχθεῖς | ἀπεχθῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπεχθεῖ | τὼ | ἀπεχθεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπεχθοῖν | τοῖν | ἀπεχθοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀπεχθής, -ής, -ές, υπερθετικός : ἀπεχθέστατος
- μισητός, εχθρικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 50 (49-50)
- οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ | ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο,.
- Οϊμένα, σκέψου, αδερφή μου, | πόσο μισημένος και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο πατέρας μας,
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ | ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο,.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 50 (49-50)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τις λέξεις ἔχθος και ἀπεχθάνομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απεχθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἀπεχθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπεχθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.