Δείτε επίσης: απεχθώς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπεχθῶς < ἀπεχθής

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀπεχθῶς, υπερθετικός: ἀπεχθέστατα

  • με εχθρότητα, με απέχθεια, με μίσος
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Κορώνη καὶ κύων, 129.1
    «ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦτο αὐτῇ θύω, διότι οἶδα αὐτὴν ἀπεχθῶς διακειμένην, ἵνα διαλλαγῇ μοι».
    «[Βρε χρυσέ μου], για αυτόν ακριβώς τον λόγο της προσφέρω θυσία και εγώ. Ξέρω ότι με απεχθάνεται, και θέλω να την κάνω να συμφιλιωθεί μαζί μου».
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η κουρούνα και ο σκύλος.