Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πανεχθής τὸ πανεχθές
      γενική τοῦ/τῆς πανεχθοῦς τοῦ πανεχθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πανεχθεῖ τῷ πανεχθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πανεχθ τὸ πανεχθές
     κλητική ! πανεχθές πανεχθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πανεχθεῖς τὰ πανεχθ
      γενική τῶν πανεχθῶν τῶν πανεχθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πανεχθέσ(ν) τοῖς πανεχθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πανεχθεῖς τὰ πανεχθ
     κλητική ! πανεχθεῖς πανεχθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πανεχθεῖ τὼ πανεχθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πανεχθοῖν τοῖν πανεχθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανεχθής < παν- + -εχθής (< ἔχθος)

  Επίθετο επεξεργασία

πανεχθής, -ής, -ές, υπερθετικός: πανέχθιστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία