πανεχθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πανεχθής, -ής, -ές, υπερθετικός : πανέχθιστος
- (σπάνιο) πολύ μισητός, εντελώς εχθρικός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
- δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
- δόσε [στους μύστες] να έχουν αγαθή διάνοια, και να καταπαύσεις τις πολυμίσητες | γνώμες , τις ανίερες, τις υπεροπτικές, τις ευμετάβλητες.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πανεχθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.