Δείτε επίσης: απαραμύθητος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπαραμύθητος τὸ ἀπαραμύθητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀπαραμυθήτου τοῦ ἀπαραμυθήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀπαραμυθήτ τῷ ἀπαραμυθήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπαραμύθητον τὸ ἀπαραμύθητον
     κλητική ! ἀπαραμύθητε ἀπαραμύθητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπαραμύθητοι τὰ ἀπαραμύθητ
      γενική τῶν ἀπαραμυθήτων τῶν ἀπαραμυθήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπαραμυθήτοις τοῖς ἀπαραμυθήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπαραμυθήτους τὰ ἀπαραμύθητ
     κλητική ! ἀπαραμύθητοι ἀπαραμύθητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπαραμυθήτω τὼ ἀπαραμυθήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπαραμυθήτοιν τοῖν ἀπαραμυθήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπαραμύθητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀπαραμύθητος, -ος, -ον

  1. απαρηγόρητος
  2. αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες, αδιάλλακτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Επινομίς, 980d @scaife.perseus
    φράζων ὡς εἰσὶν θεοὶ ἐπιμελούμενοι πάντων, σμικρῶν καὶ μειζόνων, καὶ σχεδὸν ἀπαραμύθητοι τῶν περὶ τὰ δίκαιά εἰσιν πράγματα
  3. αδιόρθωτος

Παράγωγα

επεξεργασία