Δείτε επίσης: απαραμύθητος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπαραμύθητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀπαραμύθητος, -ος, -ον

  1. απαρηγόρητος
  2. αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες, αδιάλλακτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Επινομίς, 980d @scaife.perseus
    φράζων ὡς εἰσὶν θεοὶ ἐπιμελούμενοι πάντων, σμικρῶν καὶ μειζόνων, καὶ σχεδὸν ἀπαραμύθητοι τῶν περὶ τὰ δίκαιά εἰσιν πράγματα
  3. αδιόρθωτος

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία