ἀπαραμύθητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπαραμύθητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀπαραμύθητος, -ος, -ον
- απαρηγόρητος
- αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες, αδιάλλακτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Επινομίς, 980d @scaife.perseus
- φράζων ὡς εἰσὶν θεοὶ ἐπιμελούμενοι πάντων, σμικρῶν καὶ μειζόνων, καὶ σχεδὸν ἀπαραμύθητοι τῶν περὶ τὰ δίκαιά εἰσιν πράγματα
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Επινομίς, 980d @scaife.perseus
- αδιόρθωτος
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀπαραμυθήτως (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- ἀπαραμύθητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπαραμύθητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.