ἀπήμαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀπήμαντος, -ος, -ον (καθαρεύουσα)
- (εκκλησιαστικός όρος) αβλαβής, απείραχτος
- ※ Σπλάγχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν ἐνάλιος θήρ, οἷον ἐδέξατο· τῇ Παρθένῳ δὲ ἐνοικήσας ὁ Λόγος καὶ σάρκα λαβὼν διελήλυθε φυλάξας ἀδιάφθορον ἧς γὰρ οὐχ ὑπέστη ῥεύσεως, τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον. («Καταβασίες Χριστουγέννων» Ιερά Μητρόπολις Νέα Σμύρνης πρόσβαση: 2020-11-03)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀπήμαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπήμαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.