Ἀπήμαντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀπήμαντος | οἱ | Ἀπήμαντοι |
γενική | τοῦ | Ἀπημάντου | τῶν | Ἀπημάντων |
δοτική | τῷ | Ἀπημάντῳ | τοῖς | Ἀπημάντοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀπήμαντον | τοὺς | Ἀπημάντους |
κλητική ὦ! | Ἀπήμαντε | Ἀπήμαντοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀπημάντω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀπημάντοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀπήμαντος < ἀπήμαντος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈπήμαντος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀπήμαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.