ἀνέκλειπτος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνέκλειπτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἀνέκλειπτος, -ος, -ον
- ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
- ※ 4ος↑ αιώνας, ⌘Υπερείδης, Ἐπιτάφιος, 20 @scaife.perseus
- συνελόντα δ᾽ εἰπεῖν, τὴν Μακεδόνων ὑπερηφανίαν καὶ μὴ τὴν τοῦ δικαίου δύναμιν ἰσχύειν παρ᾽ ἑκάστοις, ὥστε μήτε γυναικῶν μήτε παρθένων μήτε παίδων ὕβρεις ... ἀνεκλείπτους ἑκάστοις καθεστάναι.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων, Section 51, 438d @scaife.perseus
- ἔστι δὲ θεία μὲν ὄντως καὶ δαιμόνιος, οὐ μὴν ἀνέκλειπτος οὐδʼ ἄφθαρτος οὐδʼ ἀγήρως καὶ διαρκὴς εἰς τὸν ἄπειρον χρόνον ὑφʼ οὗ πάντα κάμνει τὰ μεταξὺ γῆς καὶ σελήνης κατὰ τὸν ἡμέτερον λόγον.
- ※ 4ος↓ αιώνας ⌘ Ιάμβλιχος, De Mysteriis 5.22, @scaife.perseus
- λέγει τοίνυν, ὅτι καθάπερ κόσμον τινὰ ἐκ πολλῶν τάξεων εἰς μίαν συνιόντα σύνταξιν, οὕτω καὶ τῶν θυσιῶν δεῖ τὴν συμπλήρωσιν, ἀνέκλειπτον οὖσαν καὶ ὁλόκληρον, ὅλῳ τῷ διακόσμῳ τῶν κρειττόνων συνάπτεσθαι.
- ※ 4ος↑ αιώνας, ⌘Υπερείδης, Ἐπιτάφιος, 20 @scaife.perseus
Παράγωγα επεξεργασία
- ἀνεκλείπτως (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀνέκλειπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.