→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμφιδήριτος τὸ ἀμφιδήριτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμφιδηρίτου τοῦ ἀμφιδηρίτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμφιδηρίτ τῷ ἀμφιδηρίτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμφιδήριτον τὸ ἀμφιδήριτον
     κλητική ! ἀμφιδήριτε ἀμφιδήριτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμφιδήριτοι τὰ ἀμφιδήριτ
      γενική τῶν ἀμφιδηρίτων τῶν ἀμφιδηρίτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμφιδηρίτοις τοῖς ἀμφιδηρίτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμφιδηρίτους τὰ ἀμφιδήριτ
     κλητική ! ἀμφιδήριτοι ἀμφιδήριτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμφιδηρίτω τὼ ἀμφιδηρίτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμφιδηρίτοιν τοῖν ἀμφιδηρίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφιδήριτος < ἀμφιδηριῶμαι < ἀμφι- + δηριάομαι (πολεμώ, μάχομαι) < δῆρις

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμφιδήριτος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία