ἀμφιδήριτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμφιδήριτος < ἀμφιδηριῶμαι < ἀμφι- + δηριάομαι (πολεμώ, μάχομαι) < δῆρις
Επίθετο
επεξεργασίαἀμφιδήριτος, -ος, -ον
- αμφίβολος, διαφιλονικούμενος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 134.1
- καὶ νίκη ἀμφιδήριτος ἐγένετο·
- η έκβαση, όμως, της μάχης ήταν αμφίβολη,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ νίκη ἀμφιδήριτος ἐγένετο·
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.33.8 @scaife.perseus
- τῆς περὶ Μαντίνειαν μάχης τῶν Ἑλλήνων ἀμφιδήριτον ἐχούσης τὴν νίκην διὰ τὸν Ἐπαμινώνδου θάνατον, ἐκώλυον Λακεδαιμόνιοι μετέχειν τῶν σπονδῶν Μεσσηνίους,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 134.1
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀμφιδήριτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιδήριτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.