ἀδήριτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀδήριτος, -ος, -ον
- ο επίπονος και μοιραίος, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε
- που γίνεται χωρίς μάχη
- αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 1.2.3 @scaife.perseus
- Λακεδαιμόνιοι πολλοὺς ἀμφισβητήσαντες χρόνους ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας, ἐπειδή ποτʼ ἐκράτησαν, μόλις ἔτη δώδεκα κατεῖχον αὐτὴν ἀδήριτον.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 1.2.3 @scaife.perseus
- ακαταμάχητος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 105 (103-105)
- τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ | αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, γιγνώσκονθ᾽ ὅτι | τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ᾽ ἀδήριτον σθένος.
- κι έτσι της μοίρας το γραφτό πρέπει | πιο ελαφρά και να υποφέρω, μια που γνωρίζω πως | κανείς με της ανάγκης δεν ημπορεί τη δύναμη να πολεμήσει.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ | αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, γιγνώσκονθ᾽ ὅτι | τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ᾽ ἀδήριτον σθένος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 105 (103-105)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀδήριτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδήριτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.