Δείτε επίσης: αδήριτος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδήριτος τὸ ἀδήριτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδηρίτου τοῦ ἀδηρίτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδηρίτ τῷ ἀδηρίτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδήριτον τὸ ἀδήριτον
     κλητική ! ἀδήριτε ἀδήριτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδήριτοι τὰ ἀδήριτ
      γενική τῶν ἀδηρίτων τῶν ἀδηρίτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδηρίτοις τοῖς ἀδηρίτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδηρίτους τὰ ἀδήριτ
     κλητική ! ἀδήριτοι ἀδήριτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδηρίτω τὼ ἀδηρίτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδηρίτοιν τοῖν ἀδηρίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδήριτος < ἀ- + δηρίομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀδήριτος, -ος, -ον

  1. ο επίπονος και μοιραίος, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε
  2. που γίνεται χωρίς μάχη
  3. αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος
    ※  2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 1.2.3 @scaife.perseus
    Λακεδαιμόνιοι πολλοὺς ἀμφισβητήσαντες χρόνους ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας, ἐπειδή ποτʼ ἐκράτησαν, μόλις ἔτη δώδεκα κατεῖχον αὐτὴν ἀδήριτον.
  4. ακαταμάχητος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 105 (103-105)
    τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ | αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, γιγνώσκονθ᾽ ὅτι | τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ᾽ ἀδήριτον σθένος.
    κι έτσι της μοίρας το γραφτό πρέπει | πιο ελαφρά και να υποφέρω, μια που γνωρίζω πως | κανείς με της ανάγκης δεν ημπορεί τη δύναμη να πολεμήσει.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία