→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δῆρις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δῆρις θηλυκό (γενική: δῆριος)

  1. μάχη, αντιδικία, συμπλοκή, φιλονικία
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 158 (156-158)
    εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη, | ἄτρομον, οἷόν τ᾽ ἄνδρας ἐσέρχεται οἳ περὶ πάτρης | ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο,
    ότι αν ατρόμητην ορμήν είχαν στα στήθη οι Τρώες, | ως η καρδιά ᾽ναι των ανδρών οπού για την πατρίδα | με τους εχθρούς ακούραστον βαστούν πολέμου αγώνα,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 241 (241-242)
    πολλοὶ μὲν κέατο, πλέονες δ᾽ ἔτι δῆριν ἔχοντες | μάρνανθ᾽.
    Πολλοί ᾽χανε πέσει καταγής, μα πιο πολλοί κρατώντας τον αγώνα | πολεμούσαν.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 14
    ἡ μὲν γὰρ πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει,
    Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο και τη φιλονικία,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. άμιλλα, ανταγωνισμός

Συγγενικά

επεξεργασία