γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀμενηνός ἀμενηνή
ἀμενηνός
τὸ ἀμενηνόν
      γενική τοῦ ἀμενηνοῦ τῆς ἀμενηνῆς
ἀμενηνοῦ
τοῦ ἀμενηνοῦ
      δοτική τῷ ἀμενην τῇ ἀμενην
ἀμενην
τῷ ἀμενην
    αιτιατική τὸν ἀμενηνόν τὴν ἀμενηνήν
ἀμενηνόν
τὸ ἀμενηνόν
     κλητική ! ἀμενηνέ ἀμενηνή
ἀμενηνέ
ἀμενηνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀμενηνοί αἱ ἀμενηναί
ἀμενηνοί
τὰ ἀμενηνᾰ́
      γενική τῶν ἀμενηνῶν τῶν ἀμενηνῶν
ἀμενηνῶν
τῶν ἀμενηνῶν
      δοτική τοῖς ἀμενηνοῖς ταῖς ἀμενηναῖς
ἀμενηνοῖς
τοῖς ἀμενηνοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀμενηνούς τὰς ἀμενηνᾱ́ς
ἀμενηνούς
τὰ ἀμενηνᾰ́
     κλητική ! ἀμενηνοί ἀμενηναί
ἀμενηνοί
ἀμενηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμενηνώ τὼ ἀμενηνᾱ́
ἀμενηνώ
τὼ ἀμενηνώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμενηνοῖν τοῖν ἀμενηναῖν
ἀμενηνοῖν
τοῖν ἀμενηνοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμενηνός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμενηνός, -ός/-ή, -όν, συγκριτικός:ἀμενηνότερος

  1. αδύναμος, ανίσχυρος, ευάλωτος, άτονος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 49 (48-50)
    αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ | ἥμην, οὐδ᾽ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα | αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
    Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το οξύ μου ξίφος, | εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών | να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Προρρητικόν, (Prorrheticon I), 2.30, @scaife.perseus
    Ὁκόσοισι δὲ ὀδύναι ἄνευ προφάσιος γίνονται καὶ πολυχρόνιοι καὶ ἐν πάσῃ τῇ κεφαλῇ ἰσχνοῖσι τε ἐοῦσι καὶ ἀμενηνοῖσι, προορᾶσθαι τούτοισι τὸ νόσημα πολλῷ χαλεπώτερον τοῦ πρόσθεν·
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 686 (685-688)
    ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι, φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι, | ὀλιγοδρανέες, πλάσματα πηλοῦ, σκιοειδέα φῦλ᾽ ἀμενηνά, | ἀπτῆνες ἐφημέριοι, ταλαοὶ βροτοί, ἀνέρες εἰκελόνειροι, | προσέχετε τὸν νοῦν τοῖς ἀθανάτοις ἡμῖν, τοῖς αἰὲν ἐοῦσιν,
    Σκοτεινόζωο ανθρώπινο γένος εσύ, με των φύλλων παρόμοιο τη φύτρα, | λασποζύμωτα ανήμπορα πλάσματα, σκιές και φαντάσματα κούφιων ειδώλων, | όντα εφήμερα, δίχως φτερούγες, θνητοί κακορίζικοι, εικόνες ονείρων, | γιά προσέξτε κι ακούστε τ᾽ αθάνατα εμάς, πὄχουμε ύπαρξη αιώνια στον κόσμο
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. (για φαντάσματα, όνειρα) φευγαλέος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 562 (560-563)
    «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι. | δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων· | αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
    «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, όμως | δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο. | Δυο πύλες έχουν τα όνειρα, σκιές ανήμπορες, | τη μια από κέρατο, την άλλη από φίλντισι φτιαγμένη:
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (το ουδέτερο ως επίρρημα) (ἀμενηνόν) αδύναμα, άτονα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία