ἀμενηνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀμενηνός | ἡ | ἀμενηνή & ἀμενηνός |
τὸ | ἀμενηνόν |
γενική | τοῦ | ἀμενηνοῦ | τῆς | ἀμενηνῆς & ἀμενηνοῦ |
τοῦ | ἀμενηνοῦ |
δοτική | τῷ | ἀμενηνῷ | τῇ | ἀμενηνῇ & ἀμενηνῷ |
τῷ | ἀμενηνῷ |
αιτιατική | τὸν | ἀμενηνόν | τὴν | ἀμενηνήν & ἀμενηνόν |
τὸ | ἀμενηνόν |
κλητική ὦ! | ἀμενηνέ | ἀμενηνή & ἀμενηνέ |
ἀμενηνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀμενηνοί | αἱ | ἀμενηναί & ἀμενηνοί |
τὰ | ἀμενηνᾰ́ |
γενική | τῶν | ἀμενηνῶν | τῶν | ἀμενηνῶν & ἀμενηνῶν |
τῶν | ἀμενηνῶν |
δοτική | τοῖς | ἀμενηνοῖς | ταῖς | ἀμενηναῖς & ἀμενηνοῖς |
τοῖς | ἀμενηνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἀμενηνούς | τὰς | ἀμενηνᾱ́ς & ἀμενηνούς |
τὰ | ἀμενηνᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἀμενηνοί | ἀμενηναί & ἀμενηνοί |
ἀμενηνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμενηνώ | τὼ | ἀμενηνᾱ́ & ἀμενηνώ |
τὼ | ἀμενηνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμενηνοῖν | τοῖν | ἀμενηναῖν & ἀμενηνοῖν |
τοῖν | ἀμενηνοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμενηνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀμενηνός, -ός/-ή, -όν, συγκριτικός :ἀμενηνότερος
- αδύναμος, ανίσχυρος, ευάλωτος, άτονος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 49 (48-50)
- αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ | ἥμην, οὐδ᾽ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα | αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
- Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το οξύ μου ξίφος, | εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών | να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ | ἥμην, οὐδ᾽ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα | αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Προρρητικόν, (Prorrheticon I), 2.30, @scaife.perseus
- Ὁκόσοισι δὲ ὀδύναι ἄνευ προφάσιος γίνονται καὶ πολυχρόνιοι καὶ ἐν πάσῃ τῇ κεφαλῇ ἰσχνοῖσι τε ἐοῦσι καὶ ἀμενηνοῖσι, προορᾶσθαι τούτοισι τὸ νόσημα πολλῷ χαλεπώτερον τοῦ πρόσθεν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 686 (685-688)
- ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι, φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι, | ὀλιγοδρανέες, πλάσματα πηλοῦ, σκιοειδέα φῦλ᾽ ἀμενηνά, | ἀπτῆνες ἐφημέριοι, ταλαοὶ βροτοί, ἀνέρες εἰκελόνειροι, | προσέχετε τὸν νοῦν τοῖς ἀθανάτοις ἡμῖν, τοῖς αἰὲν ἐοῦσιν,
- Σκοτεινόζωο ανθρώπινο γένος εσύ, με των φύλλων παρόμοιο τη φύτρα, | λασποζύμωτα ανήμπορα πλάσματα, σκιές και φαντάσματα κούφιων ειδώλων, | όντα εφήμερα, δίχως φτερούγες, θνητοί κακορίζικοι, εικόνες ονείρων, | γιά προσέξτε κι ακούστε τ᾽ αθάνατα εμάς, πὄχουμε ύπαρξη αιώνια στον κόσμο
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι, φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι, | ὀλιγοδρανέες, πλάσματα πηλοῦ, σκιοειδέα φῦλ᾽ ἀμενηνά, | ἀπτῆνες ἐφημέριοι, ταλαοὶ βροτοί, ἀνέρες εἰκελόνειροι, | προσέχετε τὸν νοῦν τοῖς ἀθανάτοις ἡμῖν, τοῖς αἰὲν ἐοῦσιν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 49 (48-50)
- (για φαντάσματα, όνειρα) φευγαλέος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 562 (560-563)
- «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι. | δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων· | αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
- «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, όμως | δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο. | Δυο πύλες έχουν τα όνειρα, σκιές ανήμπορες, | τη μια από κέρατο, την άλλη από φίλντισι φτιαγμένη:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι. | δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων· | αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 562 (560-563)
- (το ουδέτερο ως επίρρημα) (ἀμενηνόν) αδύναμα, άτονα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀμενηνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμενηνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.