Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀλιτρός τὸ ἀλιτρόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀλιτροῦ τοῦ ἀλιτροῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀλιτρ τῷ ἀλιτρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀλιτρόν τὸ ἀλιτρόν
     κλητική ! ἀλιτρέ ἀλιτρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀλιτροί τὰ ἀλιτρᾰ́
      γενική τῶν ἀλιτρῶν τῶν ἀλιτρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀλιτροῖς τοῖς ἀλιτροῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀλιτρούς τὰ ἀλιτρᾰ́
     κλητική ! ἀλιτροί ἀλιτρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀλιτρώ τὼ ἀλιτρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀλιτροῖν τοῖν ἀλιτροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλιτρός < άλλη μορφή του ἀλιτηρός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀλιτρός, -ός, -όν, υπερθετικός: ἀλιτρότατος

  1. αμαρτωλός, ασεβής, κακός
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 59 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.58-2.60)
    τὰ δ᾽ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ | ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ | λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ·
    γιατί το κάθε ανόσιο, | που πράχτηκε στου Δία την εξουσία, κάτω απ᾽ τη γη κάποιος το κρίνει | εκδίδοντας απόφαση μ᾽ αδήριτη ανάγκη.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. πανούργος, κατεργάρης
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 182 (182-183)
    «Ἦ δὴ ἀλιτρός γ᾽ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς, | οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι.
    «Ω, παραείσαι πονηρός κι όχι μονάχα ξύπνιος, | που τόλμησες να ξεστομίσεις τέτοιο λόγο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία