ἀεσίφρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἀεσίφρον- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀεσίφρων | τὸ | ἀεσίφρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀεσίφρονος | τοῦ | ἀεσίφρονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀεσίφρονῐ | τῷ | ἀεσίφρονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀεσίφρονᾰ | τὸ | ἀεσίφρον | ||
κλητική ὦ! | ἀεσίφρον | ἀεσίφρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀεσίφρονες | τὰ | ἀεσίφρονᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀεσιφρόνων | τῶν | ἀεσιφρόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀεσίφροσῐ(ν) | τοῖς | ἀεσίφροσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀεσίφρονᾰς | τὰ | ἀεσίφρονᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀεσίφρονες | ἀεσίφρονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀεσίφρονε | τὼ | ἀεσίφρονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀεσιφρόνοιν | τοῖν | ἀεσιφρόνοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀεσίφρων, -ων, ἀεσίφρον
- ανόητος, μωρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 183
- εἰσὶν γάρ οἱ παῖδες, ὁ δ᾽ ἔμπεδος οὐδ᾽ ἀεσίφρων.
- Έχει παιδιά και ακέραιον κρατεί τον νουν του ακόμη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰσὶν γάρ οἱ παῖδες, ὁ δ᾽ ἔμπεδος οὐδ᾽ ἀεσίφρων.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 315 (314-316)
- δαίμονι δ᾽ οἷος ἔησθα, τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον, | εἴ κεν ἀπ᾽ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν | ἐς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου, ὥς σε κελεύω.
- Όποια κι αν είναι η τύχη σου, είναι καλύτερα να εργάζεσαι, | αν απ᾽ τα ξένα κτήματα την ανόητη καρδιά σου | στρέψεις στην εργασία και για το βιος φροντίζεις, όπως σε προτρέπω.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- δαίμονι δ᾽ οἷος ἔησθα, τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον, | εἴ κεν ἀπ᾽ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν | ἐς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου, ὥς σε κελεύω.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 646 (646-647)
- Εὖτ᾽ ἂν ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψας ἀεσίφρονα θυμὸν | βούληαι χρέα τε προφυγεῖν καὶ λιμὸν ἀτερπέα,
- Κι αν στο εμπόριο στρέφεις τη μωρή ψυχή σου | και θέλεις τα χρέη να ξεφύγεις και το λιμό τον άχαρο,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Εὖτ᾽ ἂν ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψας ἀεσίφρονα θυμὸν | βούληαι χρέα τε προφυγεῖν καὶ λιμὸν ἀτερπέα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 183
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἀάω
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Ή πιο σωστά ἀασίφρων όπως κατά τον σοφιστή Απολλώνιο (Apollonius Sophista) 1ος/2ος κε Lexicon Homericum [Ομηρικό Λεξικό], ed. Immanuel Bekker, Berlin 1833.
- ↑ s.v.- ἀάω σελ. 3 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Όπως στο ομηρικό λεξικό του John Cunliffe στο ἀεσίφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία
- ἀεσίφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀεσίφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.