→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀεικής τὸ ἀεικές
      γενική τοῦ/τῆς ἀεικοῦς τοῦ ἀεικοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀεικεῖ τῷ ἀεικεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀεικ τὸ ἀεικές
     κλητική ! ἀεικές ἀεικές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀεικεῖς τὰ ἀεικ
      γενική τῶν ἀεικῶν τῶν ἀεικῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀεικέσ(ν) τοῖς ἀεικέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀεικεῖς τὰ ἀεικ
     κλητική ! ἀεικεῖς ἀεικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀεικεῖ τὼ ἀεικεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀεικοῖν τοῖν ἀεικοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀεικής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀεικής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἀεικέστερος

  1. ανάρμοστος, απρεπής
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 222
    τὴν δ᾽ ἦ τοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές·
    Ένας θεός την έσπρωξε στην άσεμνή της πράξη·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 173 (170-173)
    «μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ᾽ ὑποσχόμενος τελέσαιμι | ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω | ἡμετέρου· πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.»
    «Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο, | αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω. | Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. λίγος, ευτελής
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 435 (433-435)
    ἀλλ᾽ ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνὴ χερνῆτις ἀληθής, | ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει | ἰσάζουσ᾽, ἵνα παισὶν ἀεικέα μισθὸν ἄρηται·
    Και ως τα καυκιά της ζυγαριάς γνέστρα γυνή δικαία | ίσια κρατεί σηκώνοντας όμοια μαλλί και ζύγι | να πάρει τον μικρόν μισθόν τροφήν εις τα παιδιά της·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. βλαβερός, ολέθριος, θανάσιμος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία