ἀγαυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγαυρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀγαυρός, -ά, -όν
- μεγαλοπρεπής, αρχοντικός, επιβλητικός, υπερήφανος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 832 (831-832)
- ἄλλοτε δ᾽ αὖτε | ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
- άλλοτε πάλι | βγάζανε φωνή ταύρου περήφανου, που μουγκανίζει δυνατά, στη δύναμη ακατάσχετου,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἄλλοτε δ᾽ αὖτε | ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 832 (831-832)
- (κατ' εφημισμό) ζητιάνος
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀγαυρῶς (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- ἀγαυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγαυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.