γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγαυρός ἀγαυρᾱ́ τὸ ἀγαυρόν
      γενική τοῦ ἀγαυροῦ τῆς ἀγαυρᾶς τοῦ ἀγαυροῦ
      δοτική τῷ ἀγαυρ τῇ ἀγαυρ τῷ ἀγαυρ
    αιτιατική τὸν ἀγαυρόν τὴν ἀγαυρᾱ́ν τὸ ἀγαυρόν
     κλητική ! ἀγαυρέ ἀγαυρᾱ́ ἀγαυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγαυροί αἱ ἀγαυραί τὰ ἀγαυρᾰ́
      γενική τῶν ἀγαυρῶν τῶν ἀγαυρῶν τῶν ἀγαυρῶν
      δοτική τοῖς ἀγαυροῖς ταῖς ἀγαυραῖς τοῖς ἀγαυροῖς
    αιτιατική τοὺς ἀγαυρούς τὰς ἀγαυρᾱ́ς τὰ ἀγαυρᾰ́
     κλητική ! ἀγαυροί ἀγαυραί ἀγαυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγαυρώ τὼ ἀγαυρᾱ́ τὼ ἀγαυρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγαυροῖν τοῖν ἀγαυραῖν τοῖν ἀγαυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαυρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγαυρός, -ά, -όν

  1. μεγαλοπρεπής, αρχοντικός, επιβλητικός, υπερήφανος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 832 (831-832)
    ἄλλοτε δ᾽ αὖτε | ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
    άλλοτε πάλι | βγάζανε φωνή ταύρου περήφανου, που μουγκανίζει δυνατά, στη δύναμη ακατάσχετου,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (κατ' εφημισμό) ζητιάνος

Παράγωγα

επεξεργασία