↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όφκαιρος η όφκαιρη το όφκαιρο
      γενική του όφκαιρου της όφκαιρης του όφκαιρου
    αιτιατική τον όφκαιρο την όφκαιρη το όφκαιρο
     κλητική όφκαιρε όφκαιρη όφκαιρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όφκαιροι οι όφκαιρες τα όφκαιρα
      γενική των όφκαιρων των όφκαιρων των όφκαιρων
    αιτιατική τους όφκαιρους τις όφκαιρες τα όφκαιρα
     κλητική όφκαιροι όφκαιρες όφκαιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όφκαιρος < εύκαιρος

  Επίθετο

επεξεργασία

όφκαιρος, -η, -ο

  • εύκαιρος, διαθέσιμος
    ※  (κρητικά) Εγώ παντίζω τους καημούς μόνο χαρές κρατίζω κι ετσά' ναι ο δρόμος όφκαιρος συνέχεια να γλεντίζω (Δημήτρης Μύρου Κοτζάκης, Κρήτη του Κόσμου Αρχόντισσα, Εκδ. Καλέντης, 2003, σελ. 37)
    ※  (κυπριακά) μιαν άλλην ημέραν τζοιμήθηκα μέσ’ σ’ ένα σπίτι που το ήβρα όφκαιρον (Χριστόφορος Σάββας, Το καλύτερον Τζοιμήσιν, 31/10/2016 [1])