ωχρινοτροπίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωχρινοτροπίνη < ωχρίν(η) (< ωχρ(ός) + -ίν(η)) + -ο- + τρόπ(ος) + -ίνη απόδοση για την αγγλική lutoprin) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωχρινοτροπίνη θηλυκό
- (βιολογία) ορμόνη που σχετίζεται με τη γυναικεία αναπαραγωγική διαδικασία
Συγγενικά
επεξεργασία- ωχρεΐνη [1]
- ωχρινοτρόπος
- → και δείτε τη λέξη ωχρίνη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωχρινοτροπίνη
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .