Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωχρινοτροπίνη οι ωχρινοτροπίνες
      γενική της ωχρινοτροπίνης των ωχρινοτροπινών
    αιτιατική την ωχρινοτροπίνη τις ωχρινοτροπίνες
     κλητική ωχρινοτροπίνη ωχρινοτροπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωχρινοτροπίνη < ωχρίν(η) (< ωχρ(ός) + -ίν(η)) + -ο- + τρόπ(ος) + -ίνη απόδοση για την αγγλική lutoprin) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωχρινοτροπίνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .