ωχρινοτρόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωχρινοτρόπος < ωχρινο(τροπίνη) + -τρόπος
Επίθετο επεξεργασία
ωχρινοτρόπος, -α / -ος, -ο
- που έχει σχέση με την ωχρινοτροπίνη, αναφέρεται σ’ αυτή ή την δημιουργεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχρινοτρόπος
|