ωτόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωτόρροια < λόγια λέξη ὠτορροια για να αποδώσει το γαλλικό otorrhée < oto- ( αρχαία ελληνική γενική ὠτός της λέξης οὖς) + -rrhée ( < αρχαία ελληνική ῥέω όπου το δασυνόμενο ρ διπλασιαζόταν μετά από φωνήεν)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωτόρροια θηλυκό