↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωτόρροια οι ωτόρροιες
      γενική της ωτόρροιας των ωτορροιών
    αιτιατική την ωτόρροια τις ωτόρροιες
     κλητική ωτόρροια ωτόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωτόρροια < λόγια λέξη ὠτορροια για να αποδώσει το γαλλικό otorrhée < oto- ( αρχαία ελληνική γενική ὠτός της λέξης οὖς) + -rrhée ( < αρχαία ελληνική ῥέω όπου το δασυνόμενο ρ διπλασιαζόταν μετά από φωνήεν)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωτόρροια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία