ωοκύτταρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωοκύτταρο < ωο- + κύτταρο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ovocyte[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Ovocyte[2])
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωοκύτταρο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ᾠοκύτταρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωοκύτταρο
- ↑ ωοκύτταρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ωοκύτταρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)