Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωμόμετρο τα ωμόμετρα
      γενική του ωμόμετρου των ωμόμετρων
    αιτιατική το ωμόμετρο τα ωμόμετρα
     κλητική ωμόμετρο ωμόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ohmmeter[1] < Georg Ohm < Ohm (θείος) < πρωτογερμανική *awahaimaz + αρχαία ελληνική μέτρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωμόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ωμ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ωμόμετροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)