Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωαγωγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωαγωγικ
ός
η
ωαγωγικ
ή
το
ωαγωγικ
ό
γενική
του
ωαγωγικ
ού
της
ωαγωγικ
ής
του
ωαγωγικ
ού
αιτιατική
τον
ωαγωγικ
ό
την
ωαγωγικ
ή
το
ωαγωγικ
ό
κλητική
ωαγωγικ
έ
ωαγωγικ
ή
ωαγωγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωαγωγικ
οί
οι
ωαγωγικ
ές
τα
ωαγωγικ
ά
γενική
των
ωαγωγικ
ών
των
ωαγωγικ
ών
των
ωαγωγικ
ών
αιτιατική
τους
ωαγωγικ
ούς
τις
ωαγωγικ
ές
τα
ωαγωγικ
ά
κλητική
ωαγωγικ
οί
ωαγωγικ
ές
ωαγωγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωαγωγικός
<
ωαγωγ(ός)
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.a.ɣo.ʝiˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ω‐α‐γω‐γι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
ωαγωγικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) σχετικός με τον
ωαγωγό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωαγωγικός