Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψωροφιλότιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψωροφιλότιμ
ος
η
ψωροφιλότιμ
η
το
ψωροφιλότιμ
ο
γενική
του
ψωροφιλότιμ
ου
της
ψωροφιλότιμ
ης
του
ψωροφιλότιμ
ου
αιτιατική
τον
ψωροφιλότιμ
ο
την
ψωροφιλότιμ
η
το
ψωροφιλότιμ
ο
κλητική
ψωροφιλότιμ
ε
ψωροφιλότιμ
η
ψωροφιλότιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψωροφιλότιμ
οι
οι
ψωροφιλότιμ
ες
τα
ψωροφιλότιμ
α
γενική
των
ψωροφιλότιμ
ων
των
ψωροφιλότιμ
ων
των
ψωροφιλότιμ
ων
αιτιατική
τους
ψωροφιλότιμ
ους
τις
ψωροφιλότιμ
ες
τα
ψωροφιλότιμ
α
κλητική
ψωροφιλότιμ
οι
ψωροφιλότιμ
ες
ψωροφιλότιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψωροφιλότιμος
<
ψώρα
+
φιλότιμος
<
φιλώ
+
τιμή
Επίθετο
επεξεργασία
ψωροφιλότιμος
, -η, -ο,
κάποιος που δείχνει φιλότιμος σε πράγματα που δεν έχουν αξία