ψυχογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχογένεση | οι | ψυχογενέσεις |
γενική | της | ψυχογένεσης* | των | ψυχογενέσεων |
αιτιατική | την | ψυχογένεση | τις | ψυχογενέσεις |
κλητική | ψυχογένεση | ψυχογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychogenesis < αρχαία ελληνική ψυχή + γένεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχογένεση θηλυκό
- (ψυχολογία) η διαμόρφωση και εξέλιξη των διαφόρων ψυχικών λειτουργιών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχογένεση