↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχογενής η ψυχογενής το ψυχογενές
      γενική του ψυχογενούς* της ψυχογενούς του ψυχογενούς
    αιτιατική τον ψυχογενή την ψυχογενή το ψυχογενές
     κλητική ψυχογενή(ς) ψυχογενής ψυχογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχογενείς οι ψυχογενείς τα ψυχογενή
      γενική των ψυχογενών των ψυχογενών των ψυχογενών
    αιτιατική τους ψυχογενείς τις ψυχογενείς τα ψυχογενή
     κλητική ψυχογενείς ψυχογενείς ψυχογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχογενής < ψυχή + γίγνομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ψυχογενής ο και η, το ψυχογενές

  • αυτός που πηγάζει, οφείλεται στον ψυχισμό του ατόμου
    ψυχογενής ανορεξία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία