ψυχογένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχογένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychogenie < αρχαία ελληνική ψυχή + γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχογένεια θηλυκό
- (ψυχολογία) η εξέταση των βαθύτερων ψυχικών αιτίων, που είναι ικανά να εξηγήσουν ή να προκαλέσουν μια ασθένεια ή μια ορισμένη συμπεριφορά του υποκειμένου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχογένεια