Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχαρικός η ψυχαρική το ψυχαρικό
      γενική του ψυχαρικού της ψυχαρικής του ψυχαρικού
    αιτιατική τον ψυχαρικό την ψυχαρική το ψυχαρικό
     κλητική ψυχαρικέ ψυχαρική ψυχαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχαρικοί οι ψυχαρικές τα ψυχαρικά
      γενική των ψυχαρικών των ψυχαρικών των ψυχαρικών
    αιτιατική τους ψυχαρικούς τις ψυχαρικές τα ψυχαρικά
     κλητική ψυχαρικοί ψυχαρικές ψυχαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχαρικός < Ψυχάρης (από το όνομα του Γιάννη Ψυχάρη) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχαρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία