↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιλομεθυσμένος η ψιλομεθυσμένη το ψιλομεθυσμένο
      γενική του ψιλομεθυσμένου της ψιλομεθυσμένης του ψιλομεθυσμένου
    αιτιατική τον ψιλομεθυσμένο την ψιλομεθυσμένη το ψιλομεθυσμένο
     κλητική ψιλομεθυσμένε ψιλομεθυσμένη ψιλομεθυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιλομεθυσμένοι οι ψιλομεθυσμένες τα ψιλομεθυσμένα
      γενική των ψιλομεθυσμένων των ψιλομεθυσμένων των ψιλομεθυσμένων
    αιτιατική τους ψιλομεθυσμένους τις ψιλομεθυσμένες τα ψιλομεθυσμένα
     κλητική ψιλομεθυσμένοι ψιλομεθυσμένες ψιλομεθυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιλομεθυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψιλομεθάω. Μορφολογικά αναλύεται σε ψιλο- + μεθυσμένος

ψιλομεθυσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία